- τανάκητο
- (tanacetum). Φυτό της οικογένειας των συνθέτων, συγγενικό με το χρυσάνθεμο. Το τ. αριθμεί πολλά είδη με κυριότερο αυτό της Σικελίας, που ονομάζεται και φυτό του Aγίου Πέτρου. Χαρακτηριστικό του φυτού αυτού, εκτός από τα ωραία κίτρινα άνθη του, είναι το γεγονός ότι είναι αρωματικά τόσο άνθη, όσο και τα φύλλα και ο βλαστός του. Το τ. φυτρώνει συχνά στις όχθες χειμάρρων και σε περιοχές με σχετικά ανώμαλο έδαφος.
* * *το, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα τής τάξης αστερώδη και περιλαμβάνει 50-70 είδη δηλητηριωδών ποωδών ή ημιθαμνωδών φυτών με έντονο άρωμα τα οποία είναι ιθαγενή τής βόρειας εύκρατης ζώνης.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tanacetum < νεολατ. tanacetum «είδος φυτού»].
Dictionary of Greek. 2013.